Ιστορικά στοιχεία απο το1855 έως το 1914

Το 1885 σε έκθεση με στατιστικό εκπαιδευτικό πίνακα που υπέβαλε στο Υπουργείο Εξωτερικών ο Έλληνας υποπρόξενος Καβάλας Α. Τσιμπουράκης σημείωνε ότι στο χωριό κατοικούσαν 1.200 σλαβόφωνοι Έλληνες,
750 Τούρκοι και 50 Έλληνες. Οι κάτοικοι διατηρούσαν ελληνικό σχολείο, όπου φοιτούσαν συνολικά τριάντα πέντε (35) μαθητές και μαθήτριες. Στο χωριό δεν υπήρχαν σχισματικοί, γιατί είχαν επιστρέψει στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο επί αρχιερατείας του μητροπολίτη Δράμας Γερμανού (1879-1896).

Το σχολικό έτος 1890-91 το ελληνικό Προξενείο Σερρών συνέδραμε στην λειτουργία του Δημοτικού σχολείου και του νηπιαγωγείου με πέντε (5) οθ. λίρες για το καθένα457.
Στην στατιστική των ελληνικών σχολείων στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης κατά το σχολικό έτος 1894-95 στην κοινότητα λειτουργούσε μια δημοτική σχολή ή αστική σχολή με ένα δάσκαλο και εβδομήντα (70) μαθητές. Η ετή-
σια δαπάνη συντήρησης της σχολής ανέρχονταν στο ποσό των εξακοσίων ενενήντα (690) γαλλικών φράγκων.

Το Μάρτιο του 1900 μετά από αίτηση που υπέβαλαν οι κάτοικοι εξεδόθη αυτοκρατορικό φιρμάνι με το οποίο ενεκρίθη η επιδιόρθωση και η επέκταση του υπάρχοντος κτιρίου της σχολής. Στον Γενικό Πίνακα των ελληνικών σχολείων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας το σχολικό έτος 1901-02 αναγράφεται ότι στην κοινότητα Καρλίκοβας λει-
τουργούσε ένα γραμματοδιδασκαλείο με ένα δάσκαλο και πενήντα πέντε (55) μαθητές. Η ετήσια δαπάνη συντήρησης της σχολής ανέρχονταν στο ποσό των τετρακοσίων είκοσι (420) γαλλικών φράγκων.

Τα σχολικά έτη 1904-05, 1905-06 και 1906-07 το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών και η «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς των ιδίων σχολικών ετών
για την ελληνική παιδεία στην προξενική περιφέρεια των Σερρών προχώρησαν στην επιχορήγηση τον πρώτο χρόνο της δαπάνης λειτουργίας των σχολείων με πενήντα τρεις (53) οθωμ. λίρες, το δεύτερο χρόνο της δαπάνης
μισθοδοσίας της διευθύντριας με είκοσι (20) λίρες, της βοηθού δασκάλας με δέκα πέντε (15) λ. και της λειτουργίας του σχολείου είκοσι πέντε (15) λ. και την τρίτη χρονιά της δαπάνης μισθοδοσίας της διευθύντριας με είκοσι (20) λ., της βοηθού δασκάλας με δέκα πέντε (15) λ. και του δασκάλου με τριάντα (30) λίρες.

Το 1905 οι περισσότερες οικογένειες του χωριού αποσκίρτησαν στην Εξαρχία. Οι κάτοικοι διαιρέθηκαν σε 145 οικογένειες εξαρχικές, 51 πατριαρχικές και 200 μουσουλμανικές. Παρά την μειοψηφία τους οι Πατριαρ-
χικοί κράτησαν με πολύ αγώνα την εκκλησία και το σχολείο. Οι εξαρχικοί εκκλησιάζονταν σε δωμάτιο της οικίας του υπέργηρου ιερέα τους και για σχολείο νοίκιασαν ιδιωτική κατοικία.

Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων και την ανακήρυξη του Συντάγματος και την επάνοδο από την πρώτη εξορία του ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, επιστρέφοντας από περιοδεία που έκανε στην αρχιερατική του περιφέρεια, έγραφε «εἶδον ὅτι οἱ Τούρκοι ἐν τοῖς χωρίοις Καρλίκοβα … ἐπέτρεψαν τοῖς σχισματικοῖς ν’ ἀνοίξωσι σχολεῖα Βουλγαρικά, μή ὑπάρχοντα μέχρι τῆς χθές». Οι σχισματικοί έφεραν δασκάλους και δασκάλες και πίεζαν τους πατριαρχικούς να παραχωρήσουν μέρος των εκπαιδευτηρίων για τη λειτουργία του σχολείου τους.

Πριν από την Απελευθέρωση, το σχολικό έτος 1910-11 στην κοινότητα λειτουργούσε εξατάξια εχολή μικτή ελληνική με τριάντα οκτώ (38) μαθητές και πενήντα έξι (56) μαθήτριες τους οποίους δίδασκαν ένας δάσκαλος
και δύο (2) δασκάλες. Το χωριό είχε εβδομήντα δύο (72) οικίες ορθοδόξων, όπου διέμεναν ογδόντα (80) οικογένειες, συνολικά τετρακόσια πενήντα οκτώ (458) άτομα, εκατόν πενήντα τέσσερις (154) σχισματικές οικογένειες, συνολικά επτακόσια είκοσι οκτώ (728) άτομα και διακόσιες έξι (206) τουρκικές οικογένειες με χίλια είκοσι πέντε (1025) άτομα. Στο χωριό μιλούσαν την ελληνική, την τουρκική και την βουλγαρική γλώσσα.

Τα σχολικά έτη 1898-99 και 1899-1900 στο σχολείο δίδασκε ο δάσκαλος Γεώργιος Τριανταφυλλίδης, το 1903-04 ο Δανιήλ Δ. Τάκος και η Μαριέττα Αθανασίου και το 1914 ο Εμμανουήλ Δεμερζής, η Αικατερίνη
Τερζή και η Ευθ. Αθανασίου.

Το 1909 στο χωριό λειτούργησε και μια Φιλόπτωχος Αδελφότητα η „Πρόνοια“ με πρόεδρο τον Δ. Κωνσταντίνου.

Στή διάρκεια τῆς Κατοχῆς τοῦ 1913 κηρύχθηκε ἀπό τούς Βουλγάρους γενικός διωγμός κατά τῶν Πατριαρχικῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νά ζητήσουν προστασία στή Μητρόπολη Δράμας.

Γιά τήν περίοδο αὐτή πληροφορίες ἀντλοῦμε ἀπό το Ἡμερολόγιο τοῦ Μητροπολίτη Ἀγαθαγγέλου Β’ Κωνσταντινίδη (1910-1922), ἀξίου διαδόχου τοῦ Χρυσοστόμου στό μητροπολιτικό θρόνο τῆς Δράμας:

«Ἀπό τινων ἡμερῶν διαμένουσιν ἐν τῇ ἱερᾷ ἡμῶν Μητροπόλει πλήν ἄλλων κληρικῶν καί οἱ ἑξῆς ἐφημέριοι: τῆς Βησοτσάνης (Ξηροποτάμου) ὁ παπα-Εὐάγγελος, τοῦ Βουλβιτσίου (Πύργων) ὁ παπα-Χρῖστος, τοῦ Βολάκου (Βώλακα) ὁ παπα-Δημήτριος, τοῦ Ροσιλόβου (Χαριτωμένης) ὁ παπα-Δημήτριος Ἰωάννου, τῆς Ἀλιστράτης ὁ παπα-Λεωνίδας, τοῦ Τουρκοχωρίου (Μυλοποτάμου) ὁ παπα-Πολύκαρπος, τοῦ Μανδηλίου ὁ παπα-Ἄγγελος (ἀνῆκε τότε στή Μητρόπολη Δράμας, σήμερα στή Μητρόπολη Σερρῶν), τῆς Γρατσάνης(Ἁγιοχωρίου Σερρῶν, ἀνῆκε στή Μητρόπολη Δράμας) ὁ παπα-Χριστόφορος καί τῆς Καρλικόβης (Μικρόπολης) ὁ παπα-Δημήτριος Χρίστου, μή στέρξαντες νά ὑπογράψωσιν ὅτι εἶναι Βούλγαροι μεθ΄ ὅλας τάς κατ΄ αὐτῶν ἀπειλάς, ἀλλά καταφυγόντες εἰς ἡμᾶς».

Σχετικά μέ τήν προσπάθεια τοῦ Βούλγαρου στρατιωτικοῦ διοικητῆ τῆς Δράμας Γκίκωφ νά ἐξαναγκάσει τούς ἱερεῖς νά ἐπιστρέψουν στά χωριά τους, ὥστε να μπορέσουν οἱ κομιτατζῆδες νά πραγματοποιήσουν τά ἄνομα σχέδιά τους, ὁ Μητροπολίτης Ἀγαθάγγελος σημειώνει στό Ἡμερολόγιό του:

«Ἐδήλωσα εἰς τόν κ. Γκίκωφ, τόν στρατιωτικόν Διοικητήν, ὅτι βίᾳ κατελήφθησαν αἱ ἐκκλησίαι ἡμῶν ἐν τοῖς χωρίοις. Οἱ ἱερεῖς ἡμῶν ἐν τοῖς χωρίοις ὑβρίσθησαν, ἐφυλακίσθησαν, φόνῳ ἠπειλήθησαν, καί σήμερον πῶς θέλετε νά ἐπανέλθωσιν εἰς τά χωρία των, ἔνθα πάλιν τά ἴδια καί χειρότερα θά ὑποστῶσι πρός ἐκβουλγαρισμόν;».