Στην ορεινή περιοχή του Μενοικίου έχουν καταγραφεί 15 είδη ερπετών: δυο είδη χελωνών, επτά είδη σαυρών και έξι φιδιών. Στη συνέχεια περιγράφονται στοιχεία της οικολογίας ερπετών που συναντούνται στην περιοχή.
Ευρετήριο ειδών
Μεσογειακή χελώνα (Testudo hermanii)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Η Μεσογειακή χελώνα είναι γνήσια ημερόβια χερσαία χελώνα. Ζει στα λιβάδια, στα θαμνοτόπια και τα ανοιχτά δάση. Είναι πολύ αργοκίνητο ζώο, φυτοφάγο. Είναι ικανή να ζει σε ξηρούς βιότοπους. Είναι δραστήριες κυρίως το πρωί, ενώ την υπόλοιπη μέρα αναπαύονται. Το χειμώνα πέφτουν σε νάρκη.
Αναγνώριση: Έχουν ογκώδη, θολωτό ραχιαίο κέλυφος (περίπου 20 εκ. μήκους), μερικές φορές ανώμαλο. Το χρώμα του κελύφους είναι κιτρινωπό, πορτοκαλί καφετί ή πράσινο. Έχει σκούρους τονισμούς και συχνά ευδιάκριτα φύματα. Τα πόδια είναι μονοκόμματα. Κύριο διακριτικό γνώρισμα είναι η επιουραία κεράτινη πλάκα, που αποτελείται από δύο συμμετρικά τοποθετημένα τμήματα και η πλατιά φολίδα στην άκρη της ουράς.
Ελληνική χελώνα (Testudo graeca)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, από τη σύμβαση της Βέρνης, από το CITES, από το ΠΔ 67/1981 και από τον Ευρωπαϊκό κόκκινο κατάλογο και το IUCN Red.
Οι οικολογικές απαιτήσεις και συνήθειες μοιάζουν με αυτά της Μεσογειακής χελώνας. Είναι σχετικά κοινό είδος σε όλους τους τύπους βιοτόπων της περιοχής και περισσότερο σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις αλλά και σε θαμνώνες. Αποτελεί θήραμα για ορισμένα αρπακτικά αλλά και για τους χρυσαετούς που φωλιάζουν στην περιοχή.
Αναγνώριση: Είναι λίγο μεγαλύτερη από τη Μεσογειακή (μήκος 25 εκ.), από την οποία διακρίνεται κυρίως από την ουραία πλάκα η οποία είναι ενιαία. Στην κάτω επιφάνεια του μηρού έχει ένα ευδιάκριτο κεράτινο φύμα.
Πράσινη σαύρα ή πρασινογουστέρα ή σμαραγδόσαυρα (Lacerta viridis)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και από τη σύμβαση της Βέρνης.
Ζει σε ηλιόλουστες περιοχές, συνήθως βραχώδεις, ξέφωτα. Τρώει διάφορα ασπόνδυλα και έντομα.
Αναγνώριση: Το μήκος του σώματός της είναι 13 εκ. και της ουράς της 26 εκ. Έχει μικρό κεφάλι και δυνατό σώμα. Το χρώμα των αρσενικών είναι πράσινο, ενώ των θηλυκών ποικίλει (από πράσινο μέχρι καφετί). Έχει συχνά στην πλάτη στίγματα ή ραβδώσεις (2-4). Η κοιλιά είναι κιτρινωπή και στα δύο φύλα. Ο λαιμός των αρσενικών είναι μερικές φορές γαλάζιος, ενώ στα θηλυκά είναι μπλε. Τα ανήλικα έχουν μπεζ χρώμα, με 2-4 ραβδώσεις στην πλάτη, οι οποίες μπορεί να είναι ενιαίες ή να σχηματίζουν μικρές κηλίδες.
Αβλέφαρος (Ablepharus kitaibelii)
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Συναντάται σε ξηρές περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και ποώδη βλάστηση και διάσπαρτους θάμνους. Τρέφεται με σκουλήκια και έντομα.
Αναγνώριση: Χαρακτηριστικό της είναι τα ατελή τους βλέφαρα που περιορίζονται μόνο σε μια πτυχή, η οποία καλύπτεται με μικρές φολίδες, πάνω και πίσω από τα μάτια. Το σώμα τους φθάνει τα 12 εκ. και είναι ισόπαχα κυλινδρικό (εκτός από το πίσω μέρος που καταλήγει σε μακριά ουρά). Είναι σκεπασμένο με λεπτές φολίδες.
Προστατεύεται από το ΠΔ 67/1981.
Συναντάται τόσο σε κατοικημένες περιοχές, όσο και σε χωράφια, στις βραχώδεις εξάρσεις και σε χορτολίβαδα. Είναι ημερόβιο ζώο. Τις ζεστές ώρες, λιάζεται σε ξηρολιθιές ή σε βράχια. Τρέφεται με έντομα.
Αναγνώριση: Είναι μικρόσωμη σαύρα, το σώμα της φθάνει τα 7 εκ. και η ουρά της τα 12 εκ. Το χρώμα της είναι καφετί. Φέρει στη ράχη λεπτές ανοιχτόχρωμες λωρίδες, με τη μεσαία να είναι πιο ευδιάκριτη. Τα αρσενικά έχουν σκουρόχρωμα ή καφετιά στίγματα στην κοιλιά και στο λαιμό. Η κοιλιά είναι κόκκινη κατά την περίοδο της αναπαραγωγής.
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981. Είναι χερσόβιο και ημερόβιο φίδι. Τρέφεται με μικρά τρωκτικά, πουλιά, σαύρες ή άλλα μικρότερα φίδια. Προτιμά θαμνώδεις περιοχές με πετρώδη ανοίγματα, ενώ συναντάται ακόμη σε ρεματιές, αγρούς, και ποολίβαδα.
Αναγνώριση: Μοιάζει πολύ με τη δενδρογαλιά. Το μήκος του φθάνει το 1 μ. Το σώμα του καλύπτεται από λείες φολίδες. Το χρώμα είναι γκριζωπό ή πρασινοκίτρινο. Η κοιλιά είναι ανοιχτόχρωμη. Δεν έχει ραχιαία ή πλευρικά μαύρα στίγματα, όπως οι δενδρογαλιές.
Ασινόφιδο (Coronella austriaca)
Προστατεύεται από το ΠΔ 67/1981.
Συναντάται σε ορεινά δάση, ορεινά χωριά και σε ερείπια εγκαταλελειμμένων χωριών. Μπορεί να βρεθεί έως και την υποαλπική ζώνη. Τρώει σαύρες, έντομα και μικρά σπονδυλόζωα.
Αναγνώριση: Είναι μικρό (μέχρι 70 εκ.) και χονδρό σχετικά φίδι. Τα λέπια του είναι μαλακά και λεία.
Λαφίτης του Ασκληπιού (Elaphe longissima)
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Είναι το φίδι που οι αρχαίοι Έλληνες αφιέρωσαν στον Ασκληπιό, στον οποίον προσφέρονταν ως θυσία. Ζει σε ορεινά ποολίβαδα, ανοιχτά δάση φυλλοβόλων, σε θαμνώνες και σε βραχώδεις περιοχές. Συχνά απαντάται και στην υποαλπική ζώνη. Τρώνε τρωκτικά και κυρίως ποντίκια, τα οποία σκοτώνουν με σύσφιξη. Επίσης, τους αρέσουν τα αυγά, για το λόγο αυτόν επιτίθενται συχνά σε ορνιθώνες. Τα ρυτιδωμένα κοιλιακά λέπια τα επιτρέπουν να σκαρφαλώνουν στα δένδρα, όπου κυνηγούν πουλιά και κυρίως νεοσσούς. Είναι συνήθως ήρεμα φίδια, κινούνται αργά, αλλά όταν κινδυνεύουν εκκρίνουν ένα κάκοσμο υγρό από τον εδρικό αδένα, ορθώνονται προς τα πίσω, από όπου και επιτίθενται.
Αναγνώριση: Είναι μεγάλο και λεπτό φίδι. Το μήκος του μπορεί να φθάσει το 1,70 μ. Είναι μονόχρωμα γκρι χρώματος. Δεν έχει ταινίες ή άλλα διακριτικά. Η φολίδες είναι λείες.
Λαφίτης (Elaphe quatuorlineata)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, από τη σύμβαση της Βέρνης, και από το ΠΔ 67/1981.
Οι συνήθειές του είναι όπως του προηγούμενου. Ζει σε ξηρές θαμνώδεις και βραχώδεις περιοχές, σε ποολίβαδα έως και την υποαλπική ζώνη αλλά και σε δάση φυλλοβόλων καθώς και σε κατοικημένες περιοχές.
Αναγνώριση: Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φίδια. Το μήκος του μπορεί να φθάσει το 1,80 μ. Το χρώμα του είναι γκρίζο ή καφετί. Έχει δύο σκουρόχρωμες χαρακτηριστικές ταινίες σε κάθε πλευρά.
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Είναι ημι-υδρόβια φίδια του γλυκού νερού. Τρέφονται με μικρά ψάρια, σκουλήκια, και βατράχια. Το δάγκωμά τους δεν είναι δηλητηριώδες. Συναντάται στα ρέματα της περιοχής καθώς και στις υδατοδεξαμενές. Προτιμά θέσεις με πυκνή βλάστηση ώστε να μπορεί να κρύβεται. Η συμπεριφορά του είναι πολύ ευερέθιστη. Όταν αισθάνονται ότι κινδυνεύουν κινούν το κεφάλι, χτυπούν δεξιά το σώμα σε αυτοάμυνα και εκκρίνουν ένα ιδιαίτερα κάκοσμο έκκριμα από τον εδρικό αδένα.
Αναγνώριση: Τα αρσενικά έχουν μήκος περίπου 1 μ. και τα θηλυκά 1,8 μ. Το χρώμα τους είναι σκούρο πράσινο και φέρει στη ράχη μικρές μαύρες κηλίδες. Έχει κοντές άσπρες ραβδώσεις στα πλευρά. Δεξιά και αριστερά από το κεφάλι έχει ένα κίτρινο ή άσπρο σημάδι, που μερικές φορές φθάνει μέχρι το λαιμό.
Οχιά ή έχιδνα ή αστρίτης (Vipera ammodytes)
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης.
Είναι το μοναδικό δηλητηριώδες είδος φιδιού στη χώρα μας. Το δηλητήριό της είναι πολύ ισχυρό. Ζει σε ηλιόλουστες, θαμνώδεις ή βραχώδεις περιοχές σε αραιά δάση και ποολίβαδα. Συχνά βρίσκεται επάνω σε δένδρα, οπότε είναι ακόμη πιο επικίνδυνη. Τρέφεται με μικρά τρωκτικά, πουλιά, αυγά, κ.λ.π.
Αναγνώριση: Χαρακτηριστικό γνώρισμα της οχιάς είναι ένα κέρατο στην άκρη της μύτης, που σχηματίζεται από φολίδες, και η σκουρόχρωμη «ζικ-ζακ» γραμμή που φέρει κατά μήκος της πλάτης. Το μήκος της φθάνει τα 70 εκ. Το χρώμα στα αρσενικά είναι γκριζωπό ή καφετί, ενώ των θηλυκών κεραμιδί. Τα μάγουλα του είναι φουσκωμένα εξαιτίας των δηλητηριωδών αδένων.