Τα οικοσυστήματα του Μενοικίου δημιουργούν κατάλληλα ενδιαιτήματα για πολλά από τα άγρια ζώα της Ελληνικής πανίδας. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα καταγραφές στο Μενοίκιο ζουν περίπου 31 είδη θηλαστικών (από τα 120 του Ελληνικού χώρου). Μαζί με αυτά υπάρχουν 15 είδη ερπετών και έξι είδη αμφιβίων και 132 είδη πουλιών.
Από τα είδη της πανίδας και της ορνιθοπανίδας του Μενοικίου υπάρχουν πολλά είδη που χαρακτηρίζονται ως προστατευμένα, από διάφορες οδηγίες της Ε.Ε. και συμβάσεις. Τριάντα τρία είδη προστατεύονται από την οδηγία 79/409/ΕΟΚ, 18 βρίσκονται στον κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων Σπονδυλοζώων της Ελλάδος-IUCN Red List (ΚΒ- IUCN), 131 είδη προστατεύονται από τη σύμβαση της Βέρνης, 51 από τη σύμβαση της Βόννης, ενώ 48 είδη ταξινομούνται σε άλλες ειδικές κατηγορίες προστασίας.
Θηλαστικά
Τα περισσότερα θηλαστικά του Μενοικίου ανήκουν στα κρυπτικά (ζουν δηλαδή κάτω από το έδαφος) για το λόγο αυτόν σπάνια μπορεί να τα δει ο επισκέπτης. ’λλα από αυτά είναι χορτοφάγα, άλλα εντομοφάγα και άλλα σαρκοφάγα ή και παμφάγα. Στα χορτοφάγα ανήκουν τα πολλά τρωκτικά του Μενοικίου, όπως τα ποντίκια και οι σκίουροι. Ενώ τα κουνάβια, οι ασβοί, οι αγριόγατες, οι αλεπούδες και οι λύκοι είναι σαρκοφάγα. Στα εντομοφάγα ανήκουν οι νυχτερίδες ο σκαντζόχοιρος και ο τυφλασπάλακαςΗ αρκούδα και το αγριογούρουνο είναι τα μόνα παμφάγα ζώα.
Ευρετήριο ειδών
Σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor)
Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ) 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN. Ο σκαντζόχοιρος είναι πολύ συνηθισμένο είδος της χώρας μας. Ζει σε αραιά δάση ή όπου υπάρχει χαμηλή βλάστηση. Είναι ζώο μοναχικό, νυχτόβιο και παμφάγο. Τρώει έντομα, σκουλήκια, γυμνοσάλιαγκους, αβγά πουλιών, σπόρους και καρπούς. Η φωλιά του είναι συνήθως υπόγεια. Την ημέρα όταν δεν βρίσκεται στη φωλιά του, κρύβεται κάτω από σωρούς φύλλων. Το χειμώνα μπορεί να πέσει σε χειμέρια νάρκη. Επειδή έχει πολλά παράσιτα (ψείρες, ψύλλους, τσιμπούρια) είναι ύποπτος μεταφοράς αφθώδους πυρετού. Φυσικοί εχθροί του είναι κυρίως ο ασβός, το κουνάβι, η αλεπού και ο χρυσαετός.
Αναγνώριση: Είναι πασίγνωστο είδος. Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι οι ραχιαίες βελόνες και η ικανότητα να μετατρέπεται σε σφαίρα. Έχει μήκος 20-40 εκ. Οι βελόνες έχουν μήκος 2,5 εκ. και διάμετρο 0,4 εκ. Το χρώμα τους είναι γκρι ή καφέ. Η κοιλιά, το κεφάλι και τα πόδια καλύπτονται από καφετί σκληρό τρίχωμα. Το σώμα είναι στρογγυλό και το κεφάλι πολύ μικρό με μυτερό ρύγχος. Η ουρά είναι δυσδιάκριτη.
Προστατεύεται από το ΠΔ 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN.
Ζει σε δάση φυλλοβόλων και σε λιβάδια ακόμη και της υποαλπικής ζώνης. Είναι μοναχικό ζώο. Περνά σχεδόν όλη τη ζωή του κάτω από το έδαφος, όπου παρουσιάζει συνεχή δραστηριότητα (ακόμη και τη νύχτα). Ο μόνος λόγος που τον βγάζει από τη φωλιά είναι η ανεύρεση υλικών για τις φωλιές ή όταν, αφού ενηλικιωθεί, ψάχνει για το δικό του μέρος. Παρότι σπάνια βγαίνει από το έδαφος, εν τούτοις εντοπίζεται εύκολα από τη χαρακτηριστική κατασκευή της φωλιάς, το άνοιγμα της οποίας βρίσκεται στην κορυφή ενός λοφίσκου από χώμα. Τρέφεται με σκουλήκια και προνύμφες εντόμων που βρίσκει μέσα στο έδαφος.
Αναγνώριση: Οι τυφλασπάλακες έχουν μήκος σώματος μέχρι 15 εκ. Τα μάτια τους είναι πολύ μικρά και καλύπτονται από μεμβράνη. Διαθέτουν ισχυρό ρύγχος, που μαζί με τα πλατιά πόδια σκάβουν στη γη. Έχουν μαύρο, μαλακό τρίχωμα πολύ κοντό.
Νυχτερίδα (Pipistrellus pipistrellus)
Προστατεύονται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Επίσης προστατεύονται από τη σύμβαση της Βέρνης, από το ΠΔ 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN.
Οι νυχτερίδες παρόλο που πετούν, ανήκουν στα θηλαστικά. Φωλιάζουν σε σκοτεινά μέρη, όπως σπηλιές, κοιλώματα και σχισμές βράχων, σε κορμούς δένδρων. Είναι νυχτόβια ζώα. Τρώνε κυρίως έντομα (μύγες, κουνούπια, πεταλούδες, κάμπιες, ακρίδες, τερμίτες, κ.λ.π.). Καρφώνουν με το νύχι τους ή τοποθετούν σε ένα θύλακα της μεμβράνης, ανάμεσα στην ουρά και τα πόδια, τα μεγάλα έντομα που δεν μπορούν να καταπιούν. Είναι ιδιαίτερα ωφέλιμα ζώα, σημαντικά στην οικολογική ισορροπία, διότι καταβροχθίζουν τροφή ίση με το μισό του βάρους τους. Πίνουν πολύ νερό περνώντας ξυστά πάνω από την επιφάνεια του ποταμού. Οι προφυλαγμένες φωλιές, η νυχτερινή δραστηριότητα και ο αποικιακός τρόπος ζωής αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στη διατήρηση των πληθυσμών. Το πρωί όταν επιστρέφουν από το ολονύκτιο κυνήγι φαίνεται ότι κοιμούνται, όμως στην πραγματικότητα πέφτουν σε ένα είδος νάρκης (λήθαργος της ημέρας). Μένουν ακίνητες και ανεξάρτητα της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, η θερμοκρασία τους παραμένει χαμηλή, ενώ η αναπνοή επιβραδύνεται. Όταν ξυπνούν η θερμοκρασία τους ανεβαίνει απότομα μέσα σε ένα δεκάλεπτο.
Αναγνώριση: Οι νυχτερίδες έχουν μετατρέψει τα μπροστινά πόδια σε όργανα κανονικής πτήσης. Τα δάκτυλα των μπροστινών ποδιών είναι πολύ μεγάλα και ενώνονται με μεμβράνες (τα πατάγια). Η μεμβράνη ενώνεται με τη ράχη και φθάνει μέχρι τον αστράγαλο των κάτω ποδιών. Μεταξύ των κάτω ποδιών και της ουράς υπάρχει ακόμη μια μεμβράνη. Έχουν στο κεφάλι ρύγχος που μοιάζει με της αλεπούς. Το πτερύγιο του αυτιού είναι μεγάλο, ευκίνητο, πάντα όρθιο και γυρισμένο προς τα εμπρός.
Μικρορινόλοφος (Rhinolophus hipposideros)
Προστατεύεται από το ΠΔ 67/1981, από τη σύμβαση της Βέρνης, από το ΚΒ-IUCN και από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ.
Είναι η πιο κοινή νυχτερίδα. Ονομάζεται έτσι από το χαρακτηριστικό ρύγχος. Πάνω από το ρύγχος έχει ειδικές αποφύσεις, με τις οποίες καθοδηγεί τους υπέρηχους για τον εντοπισμό της τροφής τους. Οι υπέρηχοι είναι κυριολεκτικά τα «μάτια» των νυχτερίδων. Λειτουργούν με τις αρχές των ραντάρ (μετάδοση του ήχου, αντανάκλαση σε εμπόδια, επιστροφή και αντίληψη από το ζώο του χώρου και των καταστάσεων). Βρίσκεται σε δάση, θαμνώδεις εκτάσεις και λιβάδια, συχνά κοντά σε νερό. Διαχειμάζει κυρίως σε σπηλιές. Απειλείται από την τουριστική αξιοποίηση των σπηλαίων, ενώ παρενοχλείται και από την ανθρώπινη παρουσία, σε ανοιχτά μέρη όπου αναπαύεται το καλοκαίρι. Κυνηγά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Την ημέρα μένει κρεμασμένη από την οροφή της φωλιάς της. Δημιουργεί πολύ μεγάλες αποικίες. Τρέφεται με έντομα που πετούν στον αέρα. Σπάνια τρέφεται στο έδαφος.
Αναγνώριση: Έχει μήκος 7 εκ. Η ουρά περιβάλλει τη μεμβράνη των φτερών. Έχει πολύ μεγάλα αυτιά με άκρες κυρτές προς τα πίσω. Η ράχη είναι γκρίζα-καστανή και η κοιλιά ανοιχτόχρωμη.
’λλα είδη νυχτερίδων που καταγράφηκαν στο Μενοίκιο είναι:
Νυχτονόμος (Tadarida teniotis): Ζει σε σπηλιές, σχισμές βράχων και γέρικα δένδρα. Δεν διαχειμάζει στο Μενοίκιο.
Τρανορινόλοφος (Rhinolophus ferrumequinum) Ζει σε σπηλιές και σχισμές βράχων.
Τρανομυωτίδα (Myotis myotis): Διαχειμάζει σε σπηλιές, ενώ το καλοκαίρι φωλιάζει σε παλιά κτίρια και κοιλώματα δένδρων.
Μικρομυωτίδα (Myotis blythi): Tο χειμώνα βρίσκεται σε σπηλιές, συχνά μαζί με την τρανομυωτίδα, ενώ το καλοκαίρι συναντάται σε κοιλώματα δένδρων, σπηλιές και κτίρια.
Είναι ζώο που προτιμά να δραστηριοποιείται το βράδυ. Τις περισσότερες φορές ζει μοναχικά, όμως συχνά εμφανίζεται σε μικρές ομάδες. Προτιμά όλους τους τύπους ενδιαιτημάτων, αλλά συνήθως δραστηριοποιείται σε ανοιχτές περιοχές, ενώ αποφεύγει τα μέρη με πολλή υγρασία. Αποτελεί θήραμα πολλών αρπακτικών και για το λόγω αυτό θεωρείται αρκετά σημαντικός οικολογικός παράγοντας σταθερότητας του οικοσυστήματος. Τρέφεται με χόρτα και με φλοιούς δένδρων.
Αναγνώριση: Είναι πολύ γνωστό είδος. Μοιάζει με το κουνέλι, όμως είναι πολύ μεγαλύτερος (μήκος σώματος 70 εκ.) και έχει μακρύτερα πόδια και μαύρα μικρά αυτιά. Το χρώμα του είναι γκριζωπό στη ράχη, ξανθωπό στο λαιμό και λευκό στην κοιλιά. Η ουρά στο πάνω μέρος είναι μαύρη.
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης, από το ΠΔ 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN. Είναι τρωκτικό είδος που ζει στα δένδρα. Μοναχικό ζώο, δραστηριοποιείται την ημέρα, για το λόγο αυτόν μπορεί κάποιος να τον συναντήσει. Ζει σε δάση πλατύφυλλων, κωνοφόρων, αλλά και σε μεικτά δάση. Αν και δεν απειλείται, κινδυνεύει γενικότερα από την ευρεία χρήση φυτοφαρμάκων στη γεωργία. Θηρευτές του είναι αρπακτικά πουλιά. Η φωλιά του βρίσκεται συνήθως σε τρύπες στα δένδρα, σε ύψος πάνω από 5 μ.. Το χειμώνα παραμένει μέσα στη φωλιά του, όπου αποθηκεύει από το καλοκαίρι σπόρους με τους οποίους τρέφεται.
Αναγνώριση: Έχει μήκος περίπου 25 εκ. και με την ουρά του φθάνει τα 45 εκ. Το χρώμα του είναι το καλοκαίρι κόκκινο-καφέ και το χειμώνα γκρι-καφέ. Η κοιλιά είναι ανοιχτόχρωμη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αποτελεί η φουντωτή ουρά του. Συνήθως, κάθεται στα πίσω πόδια που είναι πολύ μεγαλύτερα από τα μπροστινά. Το χειμώνα σχηματίζονται τούφες γύρω από τα αυτιά που είναι σχετικά μεγάλα.
Προστατεύεται από το ΠΔ 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN.
Είναι νυχτόβιο ζώο. Ζει σε ομάδες. Το χειμώνα πέφτει σε νάρκη. Ζει τόσο στο έδαφος, όπου ανοίγει στοές, όσο και στα δένδρα, όπου αναρριχάται με μεγάλη ευκολία. Συχνά φωλιάζει σε δάση πλατύφυλλων. Μπορεί να βρεθεί και σε μεγάλο υψόμετρο. Αν και δεν κινδυνεύει άμεσα, απειλείται τοπικά από την καταστροφή του ενδιαιτήματός του. Τρέφεται με καρπούς και φλοιούς δένδρων, μανιτάρια, έντομα και μικρά πουλιά.
Αναγνώριση: Έχει μήκος 20 εκ. περίπου και μήκος ουράς 15 εκ. Μοιάζει με το σκίουρο, από τον οποίο διαφέρει κυρίως στο μυτερό ρύγχος. Η ουρά είναι φουντωτή. Το χρώμα γκρίζο, με μια χαρακτηριστική ταινία γύρω από τα μάτια.
Δασοποντικός (Apodemus sylvaticus)
Είναι νυχτόβιο ζώο. Ζει σε οργανωμένες ομάδες, με αρχηγό το ισχυρότερο αρσενικό. Συναντάται στα όρια του δάσους, σε θαμνοσκεπή πετρώδη εδάφη, σε υγρές δασώδεις εκτάσεις και σε αγρούς. Δεν κινδυνεύει, αλλά αποτελεί θήραμα για πολλά αρπακτικά. Η φωλιά του βρίσκεται σε στοές, πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Τρέφεται με σπόρους, βλαστούς, σκουλήκια, σαλιγκάρια, κ.λ.π.
Αναγνώριση: Έχει μήκος 11 εκ. και άλλη τόση ουρά. Μοιάζει πολύ με τα ποντίκια των σπιτιών. Διαφέρουν από τα μεγαλύτερα πόδια, αυτιά και μάτια. Το χρώμα τους ποικίλει. Συνήθως είναι γκρι στη ράχη, γκριζοπράσινο στα πλευρά και λευκό στην κοιλιά.
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης, από το CITE (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora, 1973) και από το ΚΒ-IUCN.
Ο λύκος είναι πασίγνωστος. Το Μενοίκιο αποτελεί άριστο περιβάλλον ανάπτυξης, διότι βρίσκει εύκολα τροφή ολόκληρο το χρόνο. Βιότοπος του λύκου είναι τα δάση. Τρέφεται με αρουραίους, κυνηγά το βράδυ. Ζει σε αγέλες και είναι μονογαμικό είδος.
Αναγνώριση: Μοιάζει με λυκόσκυλο. Είναι όμως πολύ μεγαλύτερος και βαρύτερος. Τα αυτιά του είναι μικρότερα και όρθια. Επειδή στο λαιμό του έχει ένα είδος χαίτης το κεφάλι φαίνεται μεγαλύτερο από του σκύλου. Τα μάτια είναι κίτρινα. Το τρίχωμά του είναι πυκνό, μαλακό με μακριές τρίχες. Το χρώμα είναι συνήθως γκρίζο στη ράχη και υπόλευκο στην κοιλιά. Το μήκος του φθάνει το 1,5 μ. και το ύψος 80 εκ., ενώ η ουρά του είναι περίπου 30-50 εκ.
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και από το ΚΒ-IUCN.
Είναι είδος συγγενικό του σκύλου, της αλεπούς και του λύκου. Είναι πιο μικρόσωμο, αλλά και πιο ευκίνητο από το λύκο. Το ουρλιαχτό του είναι πολύ χαρακτηριστικό. Μοιάζει με θρήνο και είναι πολύ διαπεραστικό. Γύρω του απλώνει μια πολύ δυσάρεστη μυρωδιά που το κάνει ανεπιθύμητο ως θήραμα. Φωλιάζει στο έδαφος, όπου ανοίγει στοές. Είναι νυχτόβιο ζώο. Κυνηγά μόνο του ή σε μικρές ομάδες μικρά ζώα και κυρίως τρωκτικά. Τρέφεται όμως και με νεκρά ζώα ή υπολείμματα τροφών άλλων μεγαλύτερων ζώων.
Αναγνώριση: Το χρώμα του είναι γκριζοκίτρινο ή κοκκινωπό, με μαύρες κηλίδες στην πλάτη. Η ουρά του είναι περίπου 40 εκ. κοκκινωπή εκτός από την άκρη της, που έχει χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα.
Δεν βρίσκεται κάτω από κάποιο καθεστώς προστασίας. Αντίθετα, μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν είδος επικηρυγμένο.
Η αλεπού ζει σε ξηρά εδάφη κοντά, αλλά όχι μέσα στα πυκνά δάση. Προτιμά τους θαμνώνες. Κυνηγά τη νύχτα, όμως σε ακατοίκητες περιοχές δεν φοβάται το ημερήσιο κυνήγι. Η γούνα της αναδύει μια χαρακτηριστική μυρωδιά, που την κάνει ευάλωτη από τα κυνηγητικά σκυλιά. Ζει σε υπόγειες στοές, με πολλές εξόδους, μερικές φορές και άλλων ζώων, όπως ασβού, αγριοκουνελιού, τις οποίες μεγαλώνει για να χωρά η ίδια και τα μικρά της. Σε ένα άνοιγμα δημιουργεί ένα μικρό ανάχωμα ώστε, να μπορεί να παρακολουθεί γύρω της απαρατήρητη. Τρέφεται με ποντικούς και άλλα τρωκτικά, σκίουρους, λαγούς, κουνέλια, πουλιά ακόμη και μικρά αρνιά εφόσον τα βρει ξεμοναχιασμένα. Όταν είναι ανάγκη τρώει βατράχια, σαλιγκάρια. Την άνοιξη τρώει φρούτα (φράουλες, βατόμουρα, σταφύλια, κ.λ.π.).
Αναγνώριση: Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η φουντωτή ουρά της (40-50 εκ.). Το μήκος της είναι περίπου 80 εκ. και το ύψος της 40 εκ. Το ρύγχος της είναι μυτερό και διαθέτει μακριά μουστάκια. Τα αυτιά της είναι πολύ μεγάλα και όρθια και καλύπτονται από απαλό μεταξένιο τρίχωμα. Το χειμώνα το τρίχωμά της είναι πολύ πιο πυκνό και πλούσιο. Το χρώμα των ματιών της αλεπούς είναι κιτρινωπό.
Θεωρείται από τα πλέον απειλούμενα είδη. Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, από τη σύμβαση της Βέρνης, από το CITE και από το ΚΒ-IUCN.
Είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο ζώο της Ευρώπης. Ζει σε πυκνά και μεγάλα δάση, φυλλοβόλα, μεικτά και κωνοφόρα. Απαιτεί μεγάλες περιοχές. Απειλείται από τη συχνή παρουσία του ανθρώπου, την υπερεκμετάλλευση των δασικών πόρων, αλλά και από τη μείωση και τον κατακερματισμό του βιοτόπου της. Είναι νυχτόβιο μοναχικό ζώο. Ζει περίπου 30 χρόνια. Φωλιάζει σε σπηλιές ή σε κουφάλες μεγάλων δένδρων αρκεί να προστατεύονται από πυκνή βλάστηση. Είναι παμφάγο ζώο.
Αναγνώριση: Είναι πολύ γνωστό είδος. Το μήκος της φθάνει τα 3 μ. Τα αυτιά είναι κοντά και στρογγυλά, τα πόδια χονδρά και χωρίς ουρά. Το χρώμα της είναι καφέ. Στην αρχή της ζωής της έχει ένα ανοιχτόχρωμα κολάρο στο λαιμό.
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Απαντάται σχεδόν σε κάθε βιότοπο, από δάση και θαμνώνες, έως χορτολίβαδα και εγκαταλελειμμένα σπίτια, αλλά γενικά προτιμά τις ανοιχτές εκτάσεις. Δεν κινδυνεύει άμεσα. Αποτελεί τροφή για πολλά είδη αρπακτικών. Είναι πολύ δραστήριο ζώο, τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα. Ζει μοναχικά. Τρέφεται με τρωκτικά, πουλιά και αυγά.
Αναγνώριση: Είναι μικρό ζώο, με στρογγυλό σώμα και πόδια, ουρά και αυτιά πολύ κοντά. Το χρώμα στην πλάτη της είναι καφετί και στην κοιλιά και το στήθος λευκό. Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ένα καφετί στίγμα που φέρει στο κάτω μέρος του λαιμού.
Βρωμοκούναβο (Mustela putorius)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, τη σύμβαση της Βέρνης, και το ΠΔ 67/1981. Πήρε το όνομά του από τη χαρακτηριστική μυρωδιά, που βγάζει από ειδικούς αδένες του σώματός του. Η μυρωδιά είναι πολύ δυσάρεστη και χρησιμεύει για να προστατεύει, όχι μόνο το ίδιο αλλά και το χώρο του. Είναι ζώο μοναχικό και νυχτόβιο. Όταν δεν σκάβει μόνο του τη φωλιά του, χρησιμοποιεί φωλιές αγριοκούνελων. Ζει σε ανοιχτές χαμηλές περιοχές, θαμνώνες, βραχώδεις εκτάσεις, κοντά σε νερό, αλλά και σε αραιά δάση. Δεν υπάρχουν πληθυσμιακά στοιχεία, αλλά φαίνεται πως δεν απειλείται.
Αναγνώριση: Το μήκος του φθάνει τα 50 εκ. Μοιάζει με το κουνάβι. Διαφέρει από το σκούρο καφετί χρώμα του τριχώματος, από τις άσπρες κηλίδες που έχει στο πρόσωπο και από την μικρή ουρά. Το χειμώνα το τρίχωμα γίνεται κιτρινωπό.
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΚΒ-IUCN. Το περιβάλλον του Μενοικίου είναι ευνοϊκό για το κουνάβι. Τα δρυοδάση και τα θαμνοτόπια από τη μια και τα βραχώδη τμήματα από την άλλη, δημιουργούν επιθυμητά ενδιαιτήματα, για το νυκτόβιο σαρκοφάγο αυτό είδος. Φωλιάζει σε κουφάλες δένδρων, σε τρύπες στα βράχια. Ζει το ίδιο εύκολα σε πυκνά δάση και σε γυμνά βραχοτόπια ακόμη και σε εγκαταλειμμένα λατομία. Τρέφεται με ερπετά, τρωκτικά και πουλιά. Είναι μοναχικός κυνηγός και πολύ γενναίος. Όταν πεινάσει μπορεί να επιτεθεί και σε κοτέτσια, αφού δεν φοβάται ιδιαίτερα τον άνθρωπο. Το ίδιο αποτελεί τροφή για άλλα σαρκοφάγα (όπως αλεπούδες, τσακάλια, λύκους, γεράκια).
Αναγνώριση: Το κουνάβι διακρίνεται πολύ εύκολα. Το χρώμα του είναι καφέ-γκρι και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η διπλή άσπρη κηλίδα που έχει στο στήθος και στο λαιμό. Έχει μήκος σώματος περίπου 50 εκ. και φουντωτή ουρά μήκους 25 εκ.
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το από το ΚΒ-IUCN.
Ζει στα δρυοδάση. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα προηγούμενα (Mustelidae). Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό του ασβού, είναι η μυρωδιά που εκλύεται από τους περιπρωκτικούς οσμηγόνους αδένες που διαθέτει. Είναι καλός σκαφτιάς. Σκάβει πολύπλοκες υπόγειες φωλιές, με πολλές εισόδους και πολλά πατώματα, που το μήκος τους μπορεί να ξεπεράσει τα 100 μ. Το δάπεδο επιστρώνεται με ξερά χόρτα και φύλλα. Σε αυτές της στοές, μερικές φορές συγκατοικούν και αλεπούδες. Ο ασβός κατά τη χειμερινή περίοδο πέφτει σε ψευτονάρκη, δηλαδή χωρίς να αποκοιμηθεί τελείως μειώνει δραστικά τη βιολογική του δραστηριότητα, μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Είναι νυχτόβια ζώα και παμφάγα. Τρέφονται από μικρά ζώα (κουνέλια, ποντικούς, σκαντζόχοιρους, βάτραχους, κάμπιες εντόμων, κ.λ.π.), αβγά πουλιών, ρίζες, βαλανίδια, φρούτα και χόρτα.
Αναγνώριση: Είναι ζώο εύρωστο, με κοντά πόδια. Το χαρακτηριστικό του είναι το καφέ χρώμα της πλάτης και το μαύρο της κοιλιάς του. Το κεφάλι είναι λευκό στη μέση και στα πλάγια, όμως το λευκό διακόπτεται από δύο μαύρες γραμμές που καλύπτουν τα μάτια και τη βάση των αυτιών. Έχει μήκος σώματος 70 περίπου εκ. και ουράς 15 εκ.
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, το CITE και από το ΚΒ-IUCN.
Η αγριόγατα μοιάζει πάρα πολύ με την οικόσιτη γάτα. Πολλές από αυτές είναι οικόσιτες γάτες που απομακρύνθηκαν από το χώρο τους και ζουν μόνες τους σε δασικές εκτάσεις. Οι αγριόγατες ζουν σε αραιά δάση και είναι νυχτόβιες. Έχουν οξύτατη όραση και ακοή και αναρριχώνται στα δένδρα με πολύ μεγάλη ευκολία. Είναι μοναχικά ζώα. Τρέφονται με μικρά ζώα (τρωκτικά, βατράχους, ερπετά). Κυνηγούν στήνοντας ενέδρες στα θηράματα. Φωλιάζει σε κορμούς δένδρων ή σε κοιλώματα των βράχων. Οριοθετεί το χώρο της, τον οποίο υπερασπίζεται με μεγάλη μαχητικότητα.
Αναγνώριση: Μοιάζει με την κατοικίδια γάτα. Έχει όμως μεγαλύτερα πόδια και κεφάλι και μικρότερη ουρά. Το τρίχωμα είναι μακρύ και στο άκρο του είναι στρογγυλωμένο. Το χρώμα της είναι γκριζοκίτρινο, με σκούρες ραβδώσεις στο σώμα και μαύρους δακτύλιους στην ουρά. Το μήκος του σώματος είναι περίπου 50 εκ. και της ουράς 30 εκ.
Αγριόχοιρος ή αγριογούρουνο (Sus scrofa)
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης.
Παρ όλο το άγριο κυνήγι, στο Μενοίκιο υπάρχουν αρκετά αγριογούρουνα. Βρίσκει πολύ καλά ενδιαιτήματα στα δρυοδάση της περιοχής και τις λασπώδεις όχθες των ρεμάτων. Είναι νυχτόβια ζώα. Ζουν σε μικρές ομάδες. Παμφάγα: Τρώνε βολβούς, ρίζες, μανιτάρια, καθώς και μικρά ζώα, όπως σκουλήκια και τρωκτικά, που βρίσκουν καθώς σκάβουν στο έδαφος. Έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στα βαλανίδια και κάστανα. Κάνουν συχνά λασπόλουτρα για να απαλλαγούν από τα παράσιτα του δέρματος.
Αναγνώριση: Το τρίχωμά τους είναι πολύ σκληρό (γουρουνότριχα) και διαθέτει χονδρές και σκληρές σμήριγγες. Το χρώμα τους είναι γκριζόμαυρο και κιτρινωπό. Μια πυκνή χαίτη καλύπτει το μέτωπο και το πάνω μέρος του λαιμού. Όταν το αγριογούρουνο είναι σε ένταση, η χαίτη αυτή ανασηκώνεται. Τα αρσενικά έχουν ανεπτυγμένους κυνόδοντες (χαυλιόδοντες), που προεξέχουν από το στόμα. Το κεφάλι είναι πυραμοειδές και καταλήγει μπροστά σε πλατύ ρύγχος, το οποίο ενισχύεται από ένα πλατύ κόκκαλο, ώστε να μπορεί να σκαλίζει το έδαφος όταν ψάχνει για την τροφή του.
Προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης και από το ΚΒ-IUCN. Βρίσκεται σε αραιά δάση πλατύφυλλων (κυρίως δρυοδάση), καθώς και σε μεικτά δάση με ανοίγματα. Συχνά συναντιέται στο όρια του δάσους. Κινδυνεύει κυρίως από τη λαθροθηρία, αλλά και τη διάνοιξη δασικών δρόμων, σε συνάρτηση με την καταστροφή του βιοτόπου του. Είναι ζώο μοναχικό. Μόνο το χειμώνα σχηματίζουν μικρές ομάδες. Συνήθως βόσκει τη νύχτα. Είναι μηρυκαστικό ζώο. Τρέφεται με χόρτα, φύλλα και μανιτάρια.
Αναγνώριση: Έχει κέρατα που βγαίνουν το χειμώνα. Την άνοιξη ρίχνουν ένα βελούδινο κάλυμμα και τον Οκτώβριο ξαναπέφτουν. Το καλοκαίρι, το χρώμα του είναι καφε-κόκκινο και το χειμώνα, γκριζομαύρο. Το ρύγχος τους είναι μαύρο στην άκρη. Μια άσπρη κηλίδα σε σχήμα καρδιάς υπάρχει στους γλουτούς. Η ουρά είναι πολύ μικρή και διακρίνεται δύσκολα.
Στο Μενοίκιο υπάρχουν άγρια άλογα. Συναντώνται στα ορεινά λιβάδια. Ο πληθυσμός τους αποτελείται από λίγες αγέλες με μικρό αριθμό ατόμων η κάθε μια. Είναι απόγονοι ήμερων αλόγων που βρέθηκαν ελεύθερα, μετά τη χρήση των αυτοκινήτων και των άλλων γεωργικών μηχανημάτων.