Πολλά τα έθιμα των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς σε όλη την Ελλάδα.
Πολλά τα έθιμα και στην Μικρόπολη που κάποια από αυτά συνεχίζουν και σήμερα και άλλα τάχουμε ξεχάσει. Κάποια από αυτά πολλοί από μας , κυρίως οι νεώτεροι, δεν τάχουμε γνωρίσει, δεν τάχουμε βιώσει.
Κάθε φυλή, κάθε ράτσα στο χωριό, είχε και τα δικά της έθιμα.
Οι ντόπιοι, αυτά που βρήκαν από τους παππούδες και τους προπάππους τους, ριζωμένα βαθιά, όπως το χώμα, οι πέτρες, οι ρίζες του πλάτανου και της φλαμουριάς, τα κράτησαν και τα συνέχισαν.
Οι πρόσφυγες, είτε Πόντιοι, είτε Θρακιώτες, είτε Ορτακινοί και Καραμανλήδες, Μικρασιάτες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι, κουβάλησαν μαζί τους στις μνήμες, στις καρδιές και στις συνειδήσεις τους, πολύτιμη κληρονομιά τα πατροπαράδοτα έθιμα των προγόνων τους και προσπάθησαν σ΄αυτόν τον καινούργιο τόπο που έμελλε να γίνει η πατρίδα τους να τα αναβιώσουν ,να τα φυτέψουν, για να βγάλουν ρίζες βαθιές και να ενωθούν με τις ρίζες και τα κλαδιά του πλάτανου και της φλαμουριάς, να περάσουν στους απογόνους και να μην χαθούν.
Κυρίαρχο έθιμο των ντόπιων, εκτός από τα κάλαντα και για τις τρεις γιορτάρες μέρες των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων , ήταν η΄΄ Καντήλκα΄΄, (το κάπνισμα). Ιεροτελεστία, που διαδραματίζονταν το βράδυ της παραμονής και των τριών γιορτών.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από τον σοφρά ή το τραπέζι. Στην μέση, το ψωμί το Άγιο, πούχε ετοιμάσει η γιαγιά ή η μητέρα.
Ένα στρογγυλό ψωμί, με ένα σταυρό στην μέση και κεντίδια για στόλισμα που τάκαναν με τσιμπίδα ή με ένα πιρούνι. Γύρω γύρω, στην κορυφή του ψωμιού, σαν στεφάνι, μικρά στρογγυλά μπαλάκια από ζυμάρι, ήταν τοποθετημένα περίτεχνα, τόσα, όσα και τα μέλη της οικογένειας, μα και της Παναγιάς και του Χριστού που γεννιόταν την ημέρα εκείνη. Σε ένα από αυτά τα μικρά στρογγυλά μπαλάκια ψημένα μαζί με το ψωμί ,ήταν τοποθετημένο ένα νόμισμα . Δίπλα στο ψωμί, ένα πιάτο βαθύ, γεμάτο φασόλια ή σιτάρι και στην μέση μπηγμένο ένα κερί αναμμένο. Παραδίπλα, ένα σκεύος βαθύ και ανοιχτό, γεμάτο κόκκινο κρασί. Το τραπέζι στρωμένο με φαγιά νηστίσιμα, φρούτα και καρύδια και ανάμεσα το θυμιατό, που έκαιγε και κάπνιζε και μοσχοβολούσε η κάμαρη ολάκερη απ΄το λιβάνι το καλό που το φύλαγαν οι νοικοκυρές για τις μέρες τούτες τις χρονιάρες.
Έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας το θυμιατό, έλεγε την προσευχή και τις ευχές για καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές και θυμιάτιζε και ευλογούσε το τραπέζι .Μετά έκανε τρείς κύκλους πάνω από το κεφάλι του καθενός, τους ευλογούσε και τους κάπνιζε όλους, έναν έναν με την σειρά και έδινε στην μάνα να βγάλει έξω από την πόρτα το θυμιατό. Εκεί το άφηναν να καίει και να καπνίζει μέχρι το πρωί, να διώχνει τα δαιμόνια.
Σταύρωνε έπειτα με το μαχαίρι το ψωμί το Αγιασμένο και τόκοβε κομμάτια. Έπαιρνε τα μικρά στρογγυλά ψωμάκια, τα βουτούσε στο κρασί και μοίραζε ένα στον καθένα. Το πρώτο ήταν της εικόνας ή της Παναγιάς, το δεύτερο ήταν του Χριστού και ακολουθούσαν τα μέλη της οικογένειας ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τελειώνοντας στον μικρότερο. Όποιος τύχαινε το φράγκο, ήταν ο τυχερός. Αν έπεφτε στην Παναγία ή τον Χριστό, ήταν καλοτυχία για το σπιτικό.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το σκηνικό άλλαζε. Το τραπέζι δεν ήταν νηστίσιμο, γιορτινό ήταν, με το ψωμί το Αγιασμένο και την βασιλόπιτα χωρίς νόμισμα (γιατί το φράγκο ήταν πάλι στα ψωμάκια), με την κότα σφαγμένη και μαγειρεμένη την ημέρα εκείνη, με ντολμάδες, μπομπάρι γεμιστό και άλλα φαγητά. Γεμάτο έπρεπε να είναι το τραπέζι με όλους τους καρπούς της γης που καλλιεργούνταν και καρποφορούσαν στο χωριό, φασόλια, σιτάρι, καλαμπόκι, σύκα, μήλα, κάστανα, καρύδια και άλλα πολλά.
Απαραίτητος ο μπακλαβάς, που έθιμο ήταν και είναι ακόμη, να γίνεται την Πρωτοχρονιά. Σαράντα φύλλα άνοιγαν οι νοικοκυρές, λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο για να τον παρασκευάσουν, με καρύδι μπόλικο και σιρόπι που μοσχοβολούσε κανέλα και γαρύφαλλο κομμένο με μαστοριά μπακλαβωτά.
Απόψε, δεν θυμιάτιζε ο πατέρας μόνο το τραπέζι και όσους ήταν γύρω από αυτό. Όλο το σπίτι κάπνιζε, μα και τον στάβλο με τα ζωντανά και τον αχυρώνα, τα αμπάρια, τις αποθήκες και τις αυλές.
Κανείς δεν έφευγε εκείνο το βράδυ από το σπίτι. Περίμεναν όλοι την ΄΄καντήλκα΄΄. Αφού τελείωνε το τελετουργικό και δίνονταν οι ευχές για τον καινούργιο χρόνο, τότε έφευγαν οι άνδρες για τα καφενεία, όπου στήνονταν τα τραπέζια για χαρτιά μέχρι το ξημέρωμα. Πολλοί από αυτούς μπορεί να γύριζαν και το μεσημέρι της άλλης μέρας άλλοι χαρούμενοι και άλλοι κασούφηδες, ανάλογα με το αν είχαν χάσει, ή είχαν κερδίσει στα χαρτιά.
Την παραμονή των Φώτων η΄΄ καντήλκα΄΄ ήταν παρόμοια με των Χριστουγέννων. Το τραπέζι νηστίσιμο και το τελετουργικό παρόμοιο. Μόνο που αυτό το βράδυ, θυμιάτιζαν και έξω απ΄τον αυλόγυρο, γύρω από το σπίτι και οι νοικοκυρές έριχναν στάχτη γύρω από την μάντρα του σπιτιού για να φύγουν οι καλικάντζαροι, γιατί στην Μικρόπολη και μάλιστα στην γειτονιά μου, ερχόταν κάθε χρόνο οι καλικάντζαροι.
Πολύ τυχερή και πλούσια συναισθηματικά αισθάνομαι, γιατί είμαι από αυτούς που πρόλαβαν, έζησαν και βίωσαν την συγκίνηση και την κατάνυξη του εθίμου της καντήλκας. Ξέρω, ότι πολλοί Μικροπολιώτες διατηρούν και διαφυλάττουν και σήμερα το έθιμο αυτό και το περνούν στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους. Μακάρι να μιμηθούν το παράδειγμά τους και όσοι λόγω εκσυγχρονισμού το παράτησαν, γιατί τα έθιμα και οι παραδόσεις μας είναι η ταυτότητά μας και είναι αυτά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε σαν λαός και σαν έθνος .
Aπό την Κούλα Καρνετσή