Η λύρα Μακεδονίας (ή Δράμας) είναι αρχέγονο όργανο το οποίο λόγω της απομόνωσης των πληθυσμών δεν παρουσίασε σημαντικές αλλαγές στο πέρασμα των χρόνων. Είναι τρίχορδη, με τις χορδές να είναι φτιαγμένες από έντερο κατσικιού. Αυτό, σε συνδυασμό με το κούρδισμά της, της αποδίδει έναν πρωτόγονο, διονυσιακό χαρακτήρα με βυζαντινό ηχόχρωμα. Κουρδίζεται σε διαστήματα οκτάβας και καθαρής πέμπτης. Με τη μεσαία χορδή να είναι ο ισοκράτης (παίζεται μόνο με το δοξάρι και όχι με το νύχι) κουρδισμένη σε Λα3, η πίσω χορδή, που παίζεται με την ψίχα του δαχτύλου, κουρδίζεται Μι (μια 5η πάνω) και η πρώτη χορδή (παίζεται με το νύχι) κουρδίζεται σε Λα4.
Οι τόνοι δεν είναι απόλυτοι και ο κάθε λυράρης κούρδιζε όπου του άρεσε στο αυτί την πρώτη χορδή, οι αναλογίες όμως των διαστημάτων παραμένουν σταθερές. Η τονική έκτασή της είναι περίπου μία οκτάβα και δύο τόνοι.
Πρόκειται δηλαδή για ένα μουσικό όργανο με δωρικό ύφος και ηχόχρωμα, που φαινομενικά είναι φτωχό, στην πράξη όμως συνοδεύει και αποδίδει σωστά τους τοπικούς χορούς και τραγούδια τα οποία είναι ουκ ολίγα. Συρτοί χοροί επτάσημοι, χασαπιές, ελαφρύς (λέκα) και βαρύς αντικριστός (τέσκα), μπαϊντούσκες και καθιστικοί σκοποί, καρσιλαμάδες και ευζωνικοί χοροί είναι κάποια δείγματα από τον πλούτο της τοπικής μουσικοχορευτικής παράδοσης.