Αβιοτικοί παράγοντες – Το περιβάλλον
Η περιοχή με την επωνυμία «Μενοίκιο όρος – Κούσκουρας» (κωδικός GR1260005), όπως έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστασίας ΦΥΣΗ-2000, έχει συνολική έκταση 27.542 εκτάρια και περιλαμβάνει τα υψηλότερα τμήματα του Μενοικίου και το φαράγγι του Τιμίου Προδρόμου.
Οι ψηλότερες κορυφές του βουνού βρίσκονται στο δυτικό τμήμα. Δεν υπάρχουν απομονωμένες κορυφές, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των υπολοίπων ορεινών όγκων της περιοχής, αλλά δημιουργούν ένα συνεχόμενο επίπεδο υπό τη μορφή οροπεδίου, με μικρές υψομετρικές διαφορές. Η ψηλότερη κορυφή του Μενοικίου είναι η Μαυρομάτα που βρίσκεται στο νομό Σερρών και έχει υψόμετρο 1.963 μ., ενώ η ψηλότερη κορυφή του στο νομό Δράμας είναι το Θαμνοτόπι με υψόμετρο 1.952 μ. Σημαντική επίσης κορυφή είναι ο Κούσκουρας με 1.623 μ. Υπάρχουν ακόμη τέσσερις κορυφές μεγαλύτερες από 1.000 μ. που είναι ανώνυμες (1.567 μ., 1.453 μ. 1.203 μ. και 1.100 μ.). Το Μενοίκιο ως ορεινός όγκος χαρακτηρίζεται από το πολύ έντονο ανάγλυφο, που οφείλεται στα ευκολοδιαβρώσιμα πετρώματα, τα οποία δημιουργούν τοπία με υψηλό δυναμικό αισθητικής.
Γεωλογικό υπόστρωμα
Γεωλογικά, ολόκληρο το Μενοίκιο Όρος ανήκει στη κρυσταλλοσχιστώδη Μάζα της Ροδόπης. Χαρακτηριστικό της είναι κυρίως τα υψηλού βαθμού μεταμορφώσεως προμεσοζωϊκά γνευσιακά πετρώματα και τα Μεσοζωϊκά ανθρακικά πετρώματα και κυρίως οι γνεύσιοι, οι αμφιβολίτες, οι μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι και τα μάρμαρα. Στα κοιλώματά τους δημιουργήθηκαν ιζηματογενείς σχηματισμοί μεσοζωικής ή νεότερης ηλικίας.
Στην ορεινή ζώνη υπάρχουν μάρμαρα, κατά θέσεις έντονα καρστικοποιημένα ή ρωγματωμένα, που δημιουργούν το φαινόμενο των δολινών (καρστικοί σχηματισμοί). Πρόκειται για κοιλώματα που αναπτύσσονται σε ασβεστόλιθο και έχουν καλυφθεί από χημικά ιζήματα που προέρχονται από τη διάλυση των ασβεστολίθων. Το στρώμα αυτό εμποδίζει τελείως τη διείσδυση του ύδατος στα βαθύτερα στρώματα. Αποτέλεσμα της καρστικής υδροφορίας είναι ο μεγάλος αριθμός πηγών που εμφανίζονται στα κράσπεδα του ορεινού όγκου.
Μέσα στα μάρμαρα και πολλές φορές υπό μορφή φακών, υπάρχουν γνεύσιοι, γνευσιακοί σχιστόλιθοι και αμφιβολίτες. Ανάμεσά τους εμφανίζονται γρανιτικές και γρανοδιοριτικές διεισδύσεις (όπως π.χ. στην περιοχή Πανοράματος). Οι γνεύσιοι, οι σχιστόλιθοι και οι σχιστογνεύσιοι δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τα υπόγεια νερά. Παρουσιάζουν μια ασυνεχή υδροφορία και μόνο σε θέσεις που έχουν υποστεί έντονη τεκτονική δραστηριότητα. Πέρα από τα καλής ποιότητας μάρμαρα, το Μενοίκιο, όπως και ολόκληρη η δυτική περιοχή της Μάζας της Ροδόπης, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγάλης αξίας μετάλλων Μαγγανίου, Σιδήρου, Μικτών Θειούχων και άλλων πολύτιμων μετάλλων. Στις περιοχές με έντονα χαραδρωτικά φαινόμενα, κυρίως σε νεογενή πετρώματα, διατηρούνται μερικές φορές γεωλογικοί στύλοι, από μη διαβρωμένα τμήματα του γεωλογικού υποθέματος, γνωστές ως γαιωπυραμίδες. Αυτές δημιουργούνται όταν η κίνηση του βρόχινου νερού, που κυλά πάνω στην επιφάνεια του εύθραυστου γεωλογικού υποθέματος, εμποδίζεται από μεγάλα αντικείμενα (ογκώδεις λίθους ή θάμνους), οπότε η απορροή διαιρείται για να τα παρακάμψει, με αποτέλεσμα να κατατρώγεται το έδαφος περιφερειακά.
Το έδαφος, κυρίως αμμοπηλώδες, προέρχεται από την αποσάθρωση μεταμορφωμένων πετρωμάτων (ασβεστόλιθοι, σχιστογνεύσιοι), στην περιοχή του Μενοικίου, και γρανιτών στο βόρειο τμήμα της περιοχής (νότιες απολήξεις των ορέων της Βροντούς). Φανερά φαινόμενα διάβρωσης εντοπίζονται σε όλες τις απότομες πλαγιές.
Το κλίμα
Το Μενοίκιο δεν διαθέτει μετεωρολογικούς σταθμούς, οι οποίοι θα έδιναν τις απαραίτητες πληροφορίες για το κλίμα των διαφόρων περιοχών του. Μπορούμε να κάνουμε μια σχετικά ασφαλή εκτίμηση, μελετώντας τους τύπους βλάστησης, που συναντώνται στις διάφορες υψομετρικές ζώνες, οι οποίες, τις περισσότερες φορές, αποτελούν έκφραση των κλιματικών συνθηκών.
Η χαμηλή ζώνη του Μενοικίου (100-400 μ.) παρουσιάζει μεταβατικό κλίμα, από εύκρατο θερμό μεσογειακό προς ηπειρωτικό. Υπάρχει μια σαφής ξηρή περίοδος, που κρατά μεγάλο διάστημα του καλοκαιριού, όμως είναι πολύ μικρότερης διάρκειας από ότι στην παραλιακή ζώνη. Οι θερμοκρασίες το χειμώνα κατεβαίνουν συχνά κάτω από 0 οC και το χιόνι διαρκεί μερικές εβδομάδες.
Η δεύτερη ζώνη (400-900 μ.) έχει ακόμη ψυχρότερους χειμώνες, τα χιόνια διαρκούν 1-2 μήνες, ενώ οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 1.000 χιλ. ετησίως. Η ξηρή περίοδος είναι σύντομη (1,5-2,5 μήνες).
Η τρίτη ζώνη (900-1500 μ.) έχει κλίμα παρόμοιο με το ηπειρωτικό κλίμα της κεντρικής Ευρώπης. Οι χειμώνες είναι δριμύτεροι, τα χιόνια διαρκούν αρκετούς μήνες και η ξηρή περίοδος όταν εμφανίζεται είναι διάρκειας μικρότερης του 1,5 μήνα.
Η τελευταία ζώνη (>1500 μ.) αποτελεί την υποαλπική περιοχή του Μενοικίου. Το κλίμα είναι καθαρά ηπειρωτικό. Τα χιόνια σε ανήλια μέρη μπορεί να διαρκέσουν ολόκληρο το χειμώνα. Δεν υπάρχει εμφανής ξηρή περίοδος. Οι βροχοπτώσεις είναι συχνές ακόμη και το καλοκαίρι. Στην περιοχή αυτή δεν υπάρχει δενδρώδης βλάστηση.