Στην περιοχή του Μενοικίου έχουν καταγραφεί τέσσερα άνουρα και δυο ουρόδηλα (εμφανώς σχηματισμένη ουρά) αμφίβια είδη.
Σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra)
Ανήκει στα ουρόδηλα αμφίβια. Ολόκληρο το σώμα της διαθέτει δηλητηριώδεις αδένες, με τους οποίους προστατεύεται από τα σαρκοφάγα ζώα. Ζει σε ορεινά δροσερά δάση. Είναι νυχτόβιο ζώο, όμως μετά από βροχή μπορεί να εμφανισθεί και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πλησιάζει συνήθως στα ρέματα κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, όταν αποθέτει τους γυρίνους (περίπου 70), οι οποίοι μεταμορφώνονται μέσα στο νερό. Τρέφεται με μικρά ζώα, όπως έντομα, γυμνοσάλιαγκους, σκουλήκια, κ.λ.π.
Αναγνώριση: Έχει μήκος 20 εκ. (μαζί με την ουρά). Το χρώμα του δέρματος είναι μαύρο. Έχει σε ολόκληρο το σώμα κίτρινες κηλίδες. Έχει αδένες πάνω από το κεφάλι και πίσω από τα αυτιά. Η ουρά είναι κυκλική.
Χτενοτρίχωνας ή λοφιοφόρος Τρίτωνας (Triturus cristatus)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, τη σύμβαση της Βέρνης, το ΠΔ 67/1981 και αναφέρεται στο ΚΒ-IUCN.
Είναι αμφίβια ζώα. Το χειμώνα βγαίνουν από το νερό, κρύβονται κάτω από πέτρες ή κούτσουρα και συχνά πέφτουν σε χειμέρια νάρκη. Όσο μειώνονται τα διαθέσιμα στάσιμα νερά ή αυξάνονται οι ρύποι, τόσο το είδος αυτό τείνει να εξαφανισθεί. Βρέθηκε σε νερόλακκους, που χρησιμοποιούν για το πότισμα των ζώων.
Αναγνώριση: Μοιάζει πολύ με σαλαμάνδρα, από την οποία διαφέρει από το ότι η ουρά τους είναι πλευρικά πιεσμένη. Έχουν λεπτό επίμηκες σώμα, μήκους 10-15 εκ. Το χρώμα τους είναι καφετί ή καστανό ή γκριζόμαυρο, συχνά με διάστιχτο ή κηλιδωτό χρωματισμό. Το δέρμα τους είναι τραχύ και έχει ένα οδοντωτό ραχιαίο πτερύγιο, το οποίο στη βάση της ουράς έχει μια χαρακτηριστική εγκοπή.
Φρύνος ή χωμαματόφρυνος (Bufo bufo)
Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Είναι ο βάτραχος που μπορεί να ζήσει και σε ξηρά περιβάλλοντα. Χρειάζεται το νερό μόνο στην αναπαραγωγική περίοδο. Γεννά τα αυγά του σε στάσιμα ή σε νερά χαμηλής ταχύτητας ροής. Είναι νυχτόβιο ζώο. Τρέφεται με έντομα και άλλα μικρά αρθρόποδα ή σκουλήκια. Έχει αναπτυγμένη ακοή και μεγάλη ικανότητα διάκρισης των ήχων. Στο δέρμα του έχει δηλητηριώδεις αδένες. Παρά ταύτα, οι φρύνοι αποτελούν τροφή για πολλά είδη ζώων. Για να επιβιώνει μακριά από νερό, συγκρατεί το νερό του σώματος με τη βοήθεια βλεννωδών εκκρίσεων του δέρματος, που εμποδίζουν την εξάτμιση. Όπως όλα τα είδη των βατράχων, περνά το πρώτο στάδιο της ζωής του ως γυρίνος.
Αναπτύσσεται σε μια μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων, από καλλιεργήσιμες εκτάσεις έως και την υποαλπική ζώνη.
Αναγνώριση: Οι φρύνοι έχουν κοντό σώμα, χωρίς ουρά, ευδιάκριτο λαιμό και μακριά πίσω πόδια. Οι τυμπανικές μεμβράνες των αυτιών είναι ευδιάκριτες και μοιάζουν με δίσκους, που προβάλλουν στα πλάγια του κεφαλιού. Ο λάρυγγάς τους είναι πολύ καλά ανεπτυγμένος και συνοδεύεται από σάκο, που μπορεί να φουσκώνει και να πάλλεται. Το χρώμα τους είναι καφέ (η λέξη φρύνος υποδηλώνει γενικώς το καφέ λαμπερό χρώμα). Η πλάτη και τα άκρα του διαθέτουν ευδιάκριτα φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.
Κιτρινομπομπίνα ή κιτρινογάστορας φρύνος (Bombina variegata)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, τη σύμβαση της Βέρνης και από το ΠΔ 67/1981.
Είναι ημερόβιο, καθαρά υδρόβιο είδος, που ζει σε ρηχά νερά (κυρίως σε ευκαιριακές λακκούβες που δημιουργεί η βροχή) και στις όχθες των ποταμών. Βρίσκεται και στα μεγάλα υψόμετρα. Τρέφεται με σκουλήκια και άλλα ασπόνδυλα.
Αναγνώριση: Είναι πολύ μικρός βάτραχος (μικρότερος από 5 εκ.). Η πλάτη του έχει πολλά φύματα και είναι σκουρόχρωμη, ενώ η κοιλιά του κίτρινη με σκούρες κηλίδες.
Λιμνοβάτραχος (Rana balcanica)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, τη σύμβαση της Βέρνης, και το ΠΔ 67/1981
Ζει σε ρυάκια μέσα ή γύρω από τα δάση. Προτιμά στάσιμα νερά ή νερά βραδείας ροής που διαθέτουν βλάστηση (καλάμια, υδρόβια φυτά, κ.λ.π.). Βρίσκεται σχεδόν σε κάθε υδάτινο ενδιαίτημα της περιοχής. Αναπαράγεται σε στάσιμα ή αργά κινούμενα ύδατα. Τρέφεται με έντομα, σκουλήκια και άλλα ασπόνδυλα.
Αναγνώριση: Είναι μικροί σε μέγεθος βάτραχοι. Το χρώμα τους είναι ανοιχτό κιτρινό. Έχει ανοιχτοπράσινες ραβδώσεις στην πλάτη, τα πόδια και την κοιλιά. Τα πίσω πόδια είναι μεγάλα και ισχυρά, και καταλήγουν όπως και τα μπροστινά σε αιχμηρά δάκτυλα. Η πλάτη είναι λεία (χωρίς εμφανή φύματα), όμως έχει δύο γραμμοειδή εξογκώματα.
Πηλοβάτης (Pelobates syriacus)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, τη σύμβαση της Βέρνης και το ΠΔ 67/1981.
Ζει κυρίως σε αμμώδεις καλλιεργημένες εκτάσεις, σε υδάτινες λεκάνες και τάφρους. Είναι νυχτόβιος βάτραχος, εκτός από την αναπαραγωγική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ή σε περιόδους ξηρασίας, κρύβονται σε βαθιές κάθετες στοές, που ανοίγουν οι ίδιοι με τα σπιρούνια που διαθέτουν στα άκρα τους.
Αναγνώριση: Το μήκος του είναι περίπου 10 εκ. Το πάνω μέρος του σώματος είναι κίτρινο, γκρίζο ή υπόλευκο. Φέρει μεγάλες σκουροπράσινες ή καφετιές κηλίδες. Μερικές φορές αναδίδει μυρωδιά σκόρδου.